Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inconsapevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkonsapevoˈlettsa]

1 άγνοια
2 ασχετοσύνη
3 ασυναισθησία
4 απώλεια αισθήσεων
5 ασυνειδησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inconsapevole inconsapevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incongruità (θηλ.ουσ)
incongruo (επίθ.)
inconoscibile (αρσ. επίθ και ουσ)
inconoscibilità (θηλ.ουσ)
inconsapevole (επίθ.)
inconsapevolezza (θηλ.ουσ)
inconsapevolmente (επίρ.)
inconscio (αρσ. επίθ και ουσ)
inconseguente (επίθ.)
inconseguenza (θηλ.ουσ)
inconsiderabile (επίθ.)
inconsideratezza (θηλ.ουσ)
inconsiderato (επίθ.)
inconsiderazione (θηλ.ουσ)
inconsistente (επίθ.)
inconsistenza (θηλ.ουσ)
inconsolabile (επίθ.)
inconsueto (επίθ.)
inconsulto (επίθ.)
inconsumabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---