Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inconsideràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkonsideˈrabile]

1 ασήμαντος
2 μηδαμινός
3 ανάξιος λόγου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inconseguenza inconsideratezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconsapevolezza (θηλ.ουσ)
inconsapevolmente (επίρ.)
inconscio (αρσ. επίθ και ουσ)
inconseguente (επίθ.)
inconseguenza (θηλ.ουσ)
inconsiderabile (επίθ.)
inconsideratezza (θηλ.ουσ)
inconsiderato (επίθ.)
inconsiderazione (θηλ.ουσ)
inconsistente (επίθ.)
inconsistenza (θηλ.ουσ)
inconsolabile (επίθ.)
inconsueto (επίθ.)
inconsulto (επίθ.)
inconsumabile (επίθ.)
inconsunto (επίθ.)
incontaminabile (επίθ.)
incontaminato (επίθ.)
incontenibile (επίθ.)
incontentabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---