Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incondizionataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inkondittsjonataˈmente]

1 απόλυτα
2 ανεπιφύλακτα
3 άνευ όρων
4 απεριόριστα
5 χωρίς επιφύλαξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inconcusso incondizionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconciliabilità (θηλ.ουσ)
inconcludente (επίθ.)
inconcludenza (θηλ.ουσ)
inconcluso (επίθ.)
inconcusso (επίθ.)
incondizionatamente (επίρ.)
incondizionato (επίθ.)
inconfessabile (επίθ.)
inconfessato (επίθ.)
inconfesso (επίθ.)
inconfondibile (επίθ.)
inconfortabile (επίθ.)
inconfutabile (επίθ.)
inconfutabilità (θηλ.ουσ)
inconfutato (επίθ.)
incongelabile (επίθ.)
incongruente (επίθ.)
incongruenza (θηλ.ουσ)
incongruità (θηλ.ουσ)
incongruo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---