Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inconcludènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkonkluˈdɛnte]

1 μάταιος
2 ατελεσφόρητος
3 κούφος
4 φρούδος
5 ατελέσφορος
6 άγονος
7 αναποτελεσματικός
8 άσκοπος
9 στείρος
10 άκαρπος
11 ανωφελής
12 ανώφελος
13 ανωφέλευτος
14 ανεπιτυχής
15 ανενεργός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inconciliabilità inconcludenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incomunicabilità (θηλ.ουσ)
inconcepibile (επίθ.)
inconcepibilità (θηλ.ουσ)
inconciliabile (επίθ.)
inconciliabilità (θηλ.ουσ)
inconcludente (επίθ.)
inconcludenza (θηλ.ουσ)
inconcluso (επίθ.)
inconcusso (επίθ.)
incondizionatamente (επίρ.)
incondizionato (επίθ.)
inconfessabile (επίθ.)
inconfessato (επίθ.)
inconfesso (επίθ.)
inconfondibile (επίθ.)
inconfortabile (επίθ.)
inconfutabile (επίθ.)
inconfutabilità (θηλ.ουσ)
inconfutato (επίθ.)
incongelabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---