Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incomputàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkompuˈtabile]

1 αναρίθμητος
2 ανυπολόγιστος
3 αμύθητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incomprimibile incomunicabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incomprensione (θηλ.ουσ)
incompreso (επίθ.)
incompressibile (επίθ.)
incompressibilità (θηλ.ουσ)
incomprimibile (επίθ.)
incomputabile (επίθ.)
incomunicabile (επίθ.)
incomunicabilità (θηλ.ουσ)
inconcepibile (επίθ.)
inconcepibilità (θηλ.ουσ)
inconciliabile (επίθ.)
inconciliabilità (θηλ.ουσ)
inconcludente (επίθ.)
inconcludenza (θηλ.ουσ)
inconcluso (επίθ.)
inconcusso (επίθ.)
incondizionatamente (επίρ.)
incondizionato (επίθ.)
inconfessabile (επίθ.)
inconfessato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---