Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incompiutézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkompjuˈtettsa]

1 έλλειψη συμπλήρωσης
2 ημιτελής κατάσταση
3 ατελείωτη κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incompianto incompiuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incompenetrabilità (θηλ.ουσ)
incompetente (ουσ αρσ και θηλ.)
incompetente (επίθ.)
incompetenza (θηλ.ουσ)
incompianto (επίθ.)
incompiutezza (θηλ.ουσ)
incompiuto (επίθ.)
incompletezza (θηλ.ουσ)
incompleto (επίθ.)
incompostezza (θηλ.ουσ)
incomposto (επίθ.)
incomprensibile (επίθ.)
incomprensibilità (θηλ.ουσ)
incomprensione (θηλ.ουσ)
incompreso (επίθ.)
incompressibile (επίθ.)
incompressibilità (θηλ.ουσ)
incomprimibile (επίθ.)
incomputabile (επίθ.)
incomunicabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---