Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincompetènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkompeˈtɛnte] ο αναρμόδιος (-α) incompetènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkompeˈtɛnte] αναρμόδιος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |