ItalianoGreco


incomodàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkomoˈdare]

1 βάζω σε μπελά
2 παρενοχλώ
3 στενοχωρώ
4 γίνομαι φόρτωμα
5 δυσαρεστώ
6 πειράζω
7 ενοχλώ
8 διαταράσσω
9 σκοτίζω

incomodarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkomoˈdarsi]

1 δυσφορώ
2 δυσαρεστούμαι
3 ενοχλούμαι
4 πειράζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---