Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incombènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkomˈbɛntsa]

1 έργο
2 καθήκον
3 επιφόρτιση
4 λειτούργημα
5 υποχρέωση
6 ηθική υποχρέωση
7 χρέος
8 δέσμευση
9 αποστολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incombente incombere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incolpevolezza (θηλ.ουσ)
incolto (επίθ.)
incolume (επίθ.)
incolumità (θηλ.ουσ)
incombente (αρσ. επίθ και ουσ)
incombenza (θηλ.ουσ)
incombere (ρ.αμτβ.)
incombustibile (επίθ.)
incombustibilità (θηλ.ουσ)
incombusto (αρσ. επίθ και ουσ)
incominciamento (ουσ αρσ )
incominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incommensurabile (επίθ.)
incommensurabilità (θηλ.ουσ)
incommerciabile (επίθ.)
incommerciabilità (θηλ.ουσ)
incommutabile (επίθ.)
incommutabilità (θηλ.ουσ)
incomodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incomodarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---