Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incólto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈkolto]

1 ακατάστατος
2 ατακτοποίητος
3 ατημέλητος
4 ασυγύριστος
5 απεριποίητος
6 ακαλλιέργητος
7 απαίδευτος
8 ανόργωτος
9 ανεκπαίδευτος
10 ανοικοκύρευτος
11 αγεώργητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incolpevolezza incolume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incolpabile (επίθ.)
incolpare (ρ. μτβ.)
incolparsi (ρ.μ. (αντων.))
incolpevole (επίθ.)
incolpevolezza (θηλ.ουσ)
incolto (επίθ.)
incolume (επίθ.)
incolumità (θηλ.ουσ)
incombente (αρσ. επίθ και ουσ)
incombenza (θηλ.ουσ)
incombere (ρ.αμτβ.)
incombustibile (επίθ.)
incombustibilità (θηλ.ουσ)
incombusto (αρσ. επίθ και ουσ)
incominciamento (ουσ αρσ )
incominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incommensurabile (επίθ.)
incommensurabilità (θηλ.ουσ)
incommerciabile (επίθ.)
incommerciabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---