Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incolpàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkolˈpare]

ενοχοποιώ

incolparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkolˈparsi]

1 αλληλοκατηγορούμαι
2 κατηγορώ τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incolpabile incolpevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incolonnarsi (ρ.μ. (αντων.))
incolonnatore (ουσ αρσ )
incolore (επίθ.)
incoloro (επίθ.)
incolpabile (επίθ.)
incolpare (ρ. μτβ.)
incolparsi (ρ.μ. (αντων.))
incolpevole (επίθ.)
incolpevolezza (θηλ.ουσ)
incolto (επίθ.)
incolume (επίθ.)
incolumità (θηλ.ουσ)
incombente (αρσ. επίθ και ουσ)
incombenza (θηλ.ουσ)
incombere (ρ.αμτβ.)
incombustibile (επίθ.)
incombustibilità (θηλ.ουσ)
incombusto (αρσ. επίθ και ουσ)
incominciamento (ουσ αρσ )
incominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---