Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incollerìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkolleˈrire]

1 παραφέρομαι
2 εξοργίζομαι
3 νευριάζω

incollerìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkolleˈrirsi]

1 παραφέρομαι
2 εξοργίζομαι
3 νευριάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incollatura incollerito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incollare (ρ. μτβ.)
incollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incollatore (ουσ αρσ )
incollatrice (θηλ.ουσ)
incollatura (θηλ.ουσ)
incollerire (ρ.αμτβ.)
incollerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incollerito (επίθ.)
incolmabile (επίθ.)
incolonnamento (ουσ αρσ )
incolonnare (ρ. μτβ.)
incolonnarsi (ρ.μ. (αντων.))
incolonnatore (ουσ αρσ )
incolore (επίθ.)
incoloro (επίθ.)
incolpabile (επίθ.)
incolpare (ρ. μτβ.)
incolparsi (ρ.μ. (αντων.))
incolpevole (επίθ.)
incolpevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---