Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incollàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkolˈlare]

κολλώ

incollàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkolˈlarsi]

Κολλιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incollamento incollatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incognito (ουσ αρσ )
incognito (επίθ.)
incoiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoiarsi (ρ.μ. (αντων.))
incollamento (ουσ αρσ )
incollare (ρ. μτβ.)
incollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incollatore (ουσ αρσ )
incollatrice (θηλ.ουσ)
incollatura (θηλ.ουσ)
incollerire (ρ.αμτβ.)
incollerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incollerito (επίθ.)
incolmabile (επίθ.)
incolonnamento (ουσ αρσ )
incolonnare (ρ. μτβ.)
incolonnarsi (ρ.μ. (αντων.))
incolonnatore (ουσ αρσ )
incolore (επίθ.)
incoloro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---