Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincògnita
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔɲɲita] 1 αβεβαιότητα 2 άγνωστος παράγοντας 3 άγνωστη ποσότητα 4 το άγνωστο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |