Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincoerènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkoeˈrɛntsa] 1 ασυνέπεια 2 ανακολουθία 3 ασυναρτησία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |