Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incògliere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔʎʎere]

1 συμβαίνει σε μένα
2 συμβαίνω σαν να ήταν πεπρωμένο
3 επέρχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoerenza incognita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incodardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoercibile (επίθ.)
incoercibilità (θηλ.ουσ)
incoerente (επίθ.)
incoerenza (θηλ.ουσ)
incogliere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incognita (θηλ.ουσ)
incognito (ουσ αρσ )
incognito (επίθ.)
incoiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoiarsi (ρ.μ. (αντων.))
incollamento (ουσ αρσ )
incollare (ρ. μτβ.)
incollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incollatore (ουσ αρσ )
incollatrice (θηλ.ουσ)
incollatura (θηλ.ουσ)
incollerire (ρ.αμτβ.)
incollerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incollerito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---