Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incocciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkotˈʧarsi]

επιμένω σταθερά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoccare incodardire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incluso (επίθ.)
incoagulabile (επίθ.)
incoagulabilità (θηλ.ουσ)
incoativo (αρσ. επίθ και ουσ)
incoccare (ρ. μτβ.)
incocciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incodardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoercibile (επίθ.)
incoercibilità (θηλ.ουσ)
incoerente (επίθ.)
incoerenza (θηλ.ουσ)
incogliere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incognita (θηλ.ουσ)
incognito (ουσ αρσ )
incognito (επίθ.)
incoiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoiarsi (ρ.μ. (αντων.))
incollamento (ουσ αρσ )
incollare (ρ. μτβ.)
incollarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---