Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inclinazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inklinatˈtsjone]

η κλίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inclinato incline  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inclinante (επίθ.)
inclinare (ρ.αμτβ.)
inclinare (ρ. μτβ.)
inclinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inclinato (επίθ.)
inclinazione (θηλ.ουσ)
incline (επίθ.)
inclinometro (ουσ αρσ )
inclito (επίθ.)
includere (ρ. μτβ.)
inclusione (θηλ.ουσ)
inclusivo (επίθ.)
incluso (επίθ.)
incoagulabile (επίθ.)
incoagulabilità (θηλ.ουσ)
incoativo (αρσ. επίθ και ουσ)
incoccare (ρ. μτβ.)
incocciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incodardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoercibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---