Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inclinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkliˈnato]

1 κεκλιμένος
2 επικλινής
3 ριχτός
4 προκλινής
5 επιρρεπής
6 γερμένος
7 κλίνων
8 προδιατεθειμένος
9 διατεθειμένος
10 δοξαρωτός
11 κατηφορικός
12 σκυφτός
13 λυγισμένος εμπρός και κάτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inclinarsi inclinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inclinabile (επίθ.)
inclinante (επίθ.)
inclinare (ρ.αμτβ.)
inclinare (ρ. μτβ.)
inclinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inclinato (επίθ.)
inclinazione (θηλ.ουσ)
incline (επίθ.)
inclinometro (ουσ αρσ )
inclito (επίθ.)
includere (ρ. μτβ.)
inclusione (θηλ.ουσ)
inclusivo (επίθ.)
incluso (επίθ.)
incoagulabile (επίθ.)
incoagulabilità (θηλ.ουσ)
incoativo (αρσ. επίθ και ουσ)
incoccare (ρ. μτβ.)
incocciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incodardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---