Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inciviliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧiviliˈmento]

1 εκπολιτισμός
2 πολιτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incivile incivilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incitrullire (ρ.αμτβ.)
incitrullire (ρ. μτβ.)
incitrullirsi (ρ.μ. (αντων.))
inciuchire (ρ.αμτβ.)
incivile (επίθ.)
incivilimento (ουσ αρσ )
incivilire (ρ. μτβ.)
incivilirsi (ρ.μ. (αντων.))
inciviltà (θηλ.ουσ)
inclassificabile (επίθ.)
inclemente (επίθ.)
inclemenza (θηλ.ουσ)
inclinabile (επίθ.)
inclinante (επίθ.)
inclinare (ρ.αμτβ.)
inclinare (ρ. μτβ.)
inclinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inclinato (επίθ.)
inclinazione (θηλ.ουσ)
incline (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---