Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inclemènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkleˈmɛntsa]

1 αιμοβορία
2 πετροψυχιά
3 σκληράδα
4 απάνθρωπη συμπεριφορά
5 αγριότητα
6 σκληροκαρδία
7 δριμύτητα
8 ανεπιείκεια
9 βλοσυρότητα
10 σκληρότητα
11 αναισθησία
12 ασπλαχνιά
13 τραχύτητα
14 ασπλαχνία
15 αποσκλήρυνση
16 απονιά
17 αναλγησία
18 ωμότητα
19 βαρβαρότητα
20 απανθρωπιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inclemente inclinabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incivilire (ρ. μτβ.)
incivilirsi (ρ.μ. (αντων.))
inciviltà (θηλ.ουσ)
inclassificabile (επίθ.)
inclemente (επίθ.)
inclemenza (θηλ.ουσ)
inclinabile (επίθ.)
inclinante (επίθ.)
inclinare (ρ.αμτβ.)
inclinare (ρ. μτβ.)
inclinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inclinato (επίθ.)
inclinazione (θηλ.ουσ)
incline (επίθ.)
inclinometro (ουσ αρσ )
inclito (επίθ.)
includere (ρ. μτβ.)
inclusione (θηλ.ουσ)
inclusivo (επίθ.)
incluso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---