Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incisìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧiˈzivo]

ο κοπτήρας

incisìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inʧiˈzivo]

1 δηκτικός
2 αιχμηρός
3 οξύς
4 κοφτερός
5 αδρός
6 εντυπωσιακά ευθύς και αποφασιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incisività inciso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incipriare (ρ. μτβ.)
incipriarsi (ρ.μ. (αντων.))
incirca (επίρ.)
incisione (θηλ.ουσ)
incisività (θηλ.ουσ)
incisivo (ουσ αρσ )
incisivo (επίθ.)
inciso (ουσ αρσ )
inciso (επίθ.)
incisore (αρσ. επίθ και ουσ)
incisoria (θηλ.ουσ)
incisorio (επίθ.)
incistamento (ουσ αρσ )
incistarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incitamento (ουσ αρσ )
incitare (ρ. μτβ.)
incitatore (ουσ αρσ )
incitatore (επίθ.)
incitazione (θηλ.ουσ)
incitrullire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---