Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincipriàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inʧiˈprjare] 1 επιπάσσω 2 πασπαλίζω 3 πουδράρω incipriarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inʧiˈprjarsi] πουδράρομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |