Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incineràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧineˈrare]

1 καίω σε κρεματόριο
2 κατακαίω
3 αποτεφρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incimurrito incinerazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incidente (επίθ.)
incidenza (θηλ.ουσ)
incidere (ρ.αμτβ.)
incidere (ρ. μτβ.)
incimurrito (επίθ.)
incinerare (ρ. μτβ.)
incinerazione (θηλ.ουσ)
incinta (θηλ.ουσ)
incinta (επίθ.)
incipiente (αρσ. επίθ και ουσ)
incipriare (ρ. μτβ.)
incipriarsi (ρ.μ. (αντων.))
incirca (επίρ.)
incisione (θηλ.ουσ)
incisività (θηλ.ουσ)
incisivo (ουσ αρσ )
incisivo (επίθ.)
inciso (ουσ αρσ )
inciso (επίθ.)
incisore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---