Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incìnta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧinta]

1 η έγκυος
2 (volgare) η γκαστρομένη

incìnta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧinta]

1 έγκυος
2 (volgare) γκαστρομένη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incinerazione incipiente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incidere (ρ.αμτβ.)
incidere (ρ. μτβ.)
incimurrito (επίθ.)
incinerare (ρ. μτβ.)
incinerazione (θηλ.ουσ)
incinta (θηλ.ουσ)
incinta (επίθ.)
incipiente (αρσ. επίθ και ουσ)
incipriare (ρ. μτβ.)
incipriarsi (ρ.μ. (αντων.))
incirca (επίρ.)
incisione (θηλ.ουσ)
incisività (θηλ.ουσ)
incisivo (ουσ αρσ )
incisivo (επίθ.)
inciso (ουσ αρσ )
inciso (επίθ.)
incisore (αρσ. επίθ και ουσ)
incisoria (θηλ.ουσ)
incisorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---