Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incìdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧidere]

1 επιδρώ
2 επηρεάζω
3 έχω αντίκτυπο
4 επενεργώ
5 έχω σημασία επί
6 έχω βάρος σε

incìdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧidere]

1 (nome) χαράζω
2 (disco) ηχογραφώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incidenza incimurrito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incidentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incidentalmente (επίρ.)
incidente (ουσ αρσ )
incidente (επίθ.)
incidenza (θηλ.ουσ)
incidere (ρ.αμτβ.)
incidere (ρ. μτβ.)
incimurrito (επίθ.)
incinerare (ρ. μτβ.)
incinerazione (θηλ.ουσ)
incinta (θηλ.ουσ)
incinta (επίθ.)
incipiente (αρσ. επίθ και ουσ)
incipriare (ρ. μτβ.)
incipriarsi (ρ.μ. (αντων.))
incirca (επίρ.)
incisione (θηλ.ουσ)
incisività (θηλ.ουσ)
incisivo (ουσ αρσ )
incisivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---