Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincidènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inʧiˈdɛnte] η συμφορά, το δυστύχημα incidènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inʧiˈdɛnte] 1 συνεπαγόμενος 2 επικείμενος 3 προσπίπτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |