Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inchiostratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkjostraˈtura]

μελάνωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inchiostratore inchiostrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inchiodatrice (θηλ.ουσ)
inchiodatura (θηλ.ουσ)
inchiostrare (ρ. μτβ.)
inchiostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inchiostratore (ουσ αρσ )
inchiostratura (θηλ.ουσ)
inchiostrazione (θηλ.ουσ)
inchiostro (ουσ αρσ )
inciampare (ρ.αμτβ.)
inciampicare (ρ.αμτβ.)
inciampo (ουσ αρσ )
incidentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incidentalmente (επίρ.)
incidente (ουσ αρσ )
incidente (επίθ.)
incidenza (θηλ.ουσ)
incidere (ρ.αμτβ.)
incidere (ρ. μτβ.)
incimurrito (επίθ.)
incinerare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---