Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inchinàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkiˈnare]

1 κάμπτω
2 γέρνω
3 κυρτώνομαι
4 χαμηλώνω
5 κλίνω

inchinàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkiˈnarsi]

1 προσκλίνω
2 υποκλίνομαι με σεβασμό
3 δηλώνω υποταγή
4 ενδίδω
5 παραδίνομαι
6 προσκυνώ
7 σκύβω
8 υποκλίνομαι
9 υποτάσσομαι
10 κάνω τεμενάδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inchiesta inchino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incettare (ρ. μτβ.)
incettatore (ουσ αρσ )
inchiavardare (ρ. μτβ.)
inchiavettare (ρ. μτβ.)
inchiesta (θηλ.ουσ)
inchinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inchinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inchino (ουσ αρσ )
inchiodare (ρ. μτβ.)
inchiodarsi (ρ.μ. (αντων.))
inchiodatore (ουσ αρσ )
inchiodatrice (θηλ.ουσ)
inchiodatura (θηλ.ουσ)
inchiostrare (ρ. μτβ.)
inchiostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inchiostratore (ουσ αρσ )
inchiostratura (θηλ.ουσ)
inchiostrazione (θηλ.ουσ)
inchiostro (ουσ αρσ )
inciampare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---