ItalianoGreco


incettatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧettaˈtore]

1 μαυραγορίτης
2 αυτός που αγοράζει ότι βρει για να κερδοσκοπήσει
3 κερδοσκόπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---