Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incèrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧɛrto]

αβεβαιότητα

incèrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧɛrto]

αβέβαιος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incertezza incespicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inceratura (θηλ.ουσ)
incerchiare (ρ. μτβ.)
inceronare (ρ. μτβ.)
inceronarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
incertezza (θηλ.ουσ)
incerto (ουσ αρσ )
incerto (επίθ.)
incespicare (ρ.αμτβ.)
incessabile (επίθ.)
incessante (επίθ.)
incesso (ουσ αρσ )
incesto (ουσ αρσ )
incestuoso (επίθ.)
incetta (θηλ.ουσ)
incettare (ρ. μτβ.)
incettatore (ουσ αρσ )
inchiavardare (ρ. μτβ.)
inchiavettare (ρ. μτβ.)
inchiesta (θηλ.ουσ)
inchinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---