Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinceratùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inʧeraˈtura] 1 επάλειψη με κερί και γυάλισμα 2 κέρωμα 3 παρκετάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |