ItalianoGreco


incensuràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧensuˈrato]

1 ακηλίδωτος
2 αμώμητος
3 ακατηγόρητος
4 άμεμπτος
5 ακατάκριτος
6 αψεγάδιαστος
7 άψογος
8 ανεπίψογος
9 άμωμος
10 ανεπίληπτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---