Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incensuràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧensuˈrato]

1 ακηλίδωτος
2 αμώμητος
3 ακατηγόρητος
4 άμεμπτος
5 ακατάκριτος
6 αψεγάδιαστος
7 άψογος
8 ανεπίψογος
9 άμωμος
10 ανεπίληπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incensurabilità incentivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incensazione (θηλ.ουσ)
incensiere (ουσ αρσ )
incenso (ουσ αρσ )
incensurabile (επίθ.)
incensurabilità (θηλ.ουσ)
incensurato (αρσ. επίθ και ουσ)
incentivare (ρ. μτβ.)
incentivazione (θηλ.ουσ)
incentivo (ουσ αρσ )
incentrare (ρ. μτβ.)
incentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inceppamento (ουσ αρσ )
inceppare (ρ. μτβ.)
incepparsi (ρ. μ. αμτβ.)
inceppato (επίθ.)
inceralaccare (ρ. μτβ.)
incerare (ρ. μτβ.)
incerata (θηλ.ουσ)
inceratino (ουσ αρσ )
incerato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---