Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incensàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inʧenˈsata]

1 γαλιφιά
2 κολακεία
3 γλείψιμο
4 λιβανωτός
5 λιβάνισμα
6 θυμιάτισμα
7 θυμίαμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incensarsi incensatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inceneritore (ουσ αρσ )
incensamento (ουσ αρσ )
incensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incensarsi (ρ.μ. (αντων.))
incensata (θηλ.ουσ)
incensatore (ουσ αρσ )
incensatura (θηλ.ουσ)
incensazione (θηλ.ουσ)
incensiere (ουσ αρσ )
incenso (ουσ αρσ )
incensurabile (επίθ.)
incensurabilità (θηλ.ουσ)
incensurato (αρσ. επίθ και ουσ)
incentivare (ρ. μτβ.)
incentivazione (θηλ.ουσ)
incentivo (ουσ αρσ )
incentrare (ρ. μτβ.)
incentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inceppamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---