Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inceneritóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧeneriˈtore]

ο αποτεφρωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incenerirsi incensamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incendio (ουσ αρσ )
incenerare (ρ. μτβ.)
incenerimento (ουσ αρσ )
incenerire (ρ. μτβ.)
incenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inceneritore (ουσ αρσ )
incensamento (ουσ αρσ )
incensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incensarsi (ρ.μ. (αντων.))
incensata (θηλ.ουσ)
incensatore (ουσ αρσ )
incensatura (θηλ.ουσ)
incensazione (θηλ.ουσ)
incensiere (ουσ αρσ )
incenso (ουσ αρσ )
incensurabile (επίθ.)
incensurabilità (θηλ.ουσ)
incensurato (αρσ. επίθ και ουσ)
incentivare (ρ. μτβ.)
incentivazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---