Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincendiàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inʧenˈdjarjo] 1 εμπρηστής 2 πυρπολητής incendiàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inʧenˈdjarjo] 1 εμπρηστικός 2 πυρπολικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |