Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincàvo, ìncavo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈkavo], [ˈinkavo] 1 υποδοχή θηλυκή 2 εγκοπή 3 αυλάκι 4 κοιλότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |