Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incazzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkatˈtsarsi]

τσαντσίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incavolarsi incazzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incavicchiare (ρ. μτβ.)
incavigliare (ρ. μτβ.)
incavigliatura (θηλ.ουσ)
incavo, incavo (ουσ αρσ )
incavolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incazzatura (θηλ.ουσ)
incedere (ρ.αμτβ.)
incedibile (επίθ.)
incendiare (ρ. μτβ.)
incendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
incendiario (ουσ αρσ )
incendiario (επίθ.)
incendio (ουσ αρσ )
incenerare (ρ. μτβ.)
incenerimento (ουσ αρσ )
incenerire (ρ. μτβ.)
incenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inceneritore (ουσ αρσ )
incensamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---