Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincavatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkavaˈtura] 1 γούπατο 2 βαθούλωμα 3 κοιλότητα 4 κουφάλα 5 αυλακιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |