Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incavàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkaˈvare]

1 ενώνω με αυλάκι
2 σκάβω
3 κοιλαίνω
4 κουφώνω
5 σκαφιδιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incavallatura incavato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incattivirsi (ρ.μ. (αντων.))
incautamente (επίρ.)
incauto (επίθ.)
incavalcare (ρ. μτβ.)
incavallatura (θηλ.ουσ)
incavare (ρ. μτβ.)
incavato (επίθ.)
incavatura (θηλ.ουσ)
incavezzare (ρ. μτβ.)
incavicchiare (ρ. μτβ.)
incavigliare (ρ. μτβ.)
incavigliatura (θηλ.ουσ)
incavo, incavo (ουσ αρσ )
incavolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incazzatura (θηλ.ουσ)
incedere (ρ.αμτβ.)
incedibile (επίθ.)
incendiare (ρ. μτβ.)
incendiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---