Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incavalcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkavalˈkare]

1 καβαλικεύω
2 ιππεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incauto incavallatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incattivire (ρ.αμτβ.)
incattivire (ρ. μτβ.)
incattivirsi (ρ.μ. (αντων.))
incautamente (επίρ.)
incauto (επίθ.)
incavalcare (ρ. μτβ.)
incavallatura (θηλ.ουσ)
incavare (ρ. μτβ.)
incavato (επίθ.)
incavatura (θηλ.ουσ)
incavezzare (ρ. μτβ.)
incavicchiare (ρ. μτβ.)
incavigliare (ρ. μτβ.)
incavigliatura (θηλ.ουσ)
incavo, incavo (ουσ αρσ )
incavolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incazzatura (θηλ.ουσ)
incedere (ρ.αμτβ.)
incedibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---