Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincavallatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkavallaˈtura] 1 πλαίσιο από μεταλλικές δοκούς 2 υποστήριγμα μεταλλικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |