Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incatenacciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkatenatˈʧare]

μανταλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incastro incatenamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incastrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incastrato (επίθ.)
incastratrice (θηλ.ουσ)
incastratura (θηλ.ουσ)
incastro (ουσ αρσ )
incatenacciare (ρ. μτβ.)
incatenamento (ουσ αρσ )
incatenare (ρ. μτβ.)
incatenarsi (ρ.μ. (αντων.))
incatenatura (θηλ.ουσ)
incatramare (ρ. μτβ.)
incattivire (ρ.αμτβ.)
incattivire (ρ. μτβ.)
incattivirsi (ρ.μ. (αντων.))
incautamente (επίρ.)
incauto (επίθ.)
incavalcare (ρ. μτβ.)
incavallatura (θηλ.ουσ)
incavare (ρ. μτβ.)
incavato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---