Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincassatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkassaˈtore] 1 σακί προπόνησης πυγμάχων 2 συσκευαστής 3 συσκευαστής σε κιβώτια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |