Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incassatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkassaˈtore]

1 σακί προπόνησης πυγμάχων
2 συσκευαστής
3 συσκευαστής σε κιβώτια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incassato incassatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incassabile (επίθ.)
incassamento (ουσ αρσ )
incassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incassarsi (ρ.μ. (αντων.))
incassato (επίθ.)
incassatore (ουσ αρσ )
incassatura (θηλ.ουσ)
incasso (ουσ αρσ )
incastellamento (ουσ αρσ )
incastellare (ρ. μτβ.)
incastellatura (θηλ.ουσ)
incastonare (ρ. μτβ.)
incastonatore (ουσ αρσ )
incastonatura (θηλ.ουσ)
incastrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incastrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incastrato (επίθ.)
incastratrice (θηλ.ουσ)
incastratura (θηλ.ουσ)
incastro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---