Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incassatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkassaˈtura]

1 βαθούλωμα
2 στερέωση
3 κοιλότητα
4 δέσιμο πέτρας σε κόσμημα
5 εμπέδωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incassatore incasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incassamento (ουσ αρσ )
incassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incassarsi (ρ.μ. (αντων.))
incassato (επίθ.)
incassatore (ουσ αρσ )
incassatura (θηλ.ουσ)
incasso (ουσ αρσ )
incastellamento (ουσ αρσ )
incastellare (ρ. μτβ.)
incastellatura (θηλ.ουσ)
incastonare (ρ. μτβ.)
incastonatore (ουσ αρσ )
incastonatura (θηλ.ουσ)
incastrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incastrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incastrato (επίθ.)
incastratrice (θηλ.ουσ)
incastratura (θηλ.ουσ)
incastro (ουσ αρσ )
incatenacciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---