ItalianoGreco


incarnìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkarˈnire]

1 μπαίνω μέσα στη σάρκα (για νύχια κλπ)
2 μεγαλώνω μέσα στη σάρκα (για νύχια κλπ)

incarnìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkarˈnirsi]

1 μπαίνω μέσα στη σάρκα (για νύχια κλπ)
2 μεγαλώνω μέσα στη σάρκα (για νύχια κλπ)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---