Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincarnìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkarˈnito] κρεατόχρους (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαunghia [θηλ.] incarnita = το νύχι που μπήκε στο χρέας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |