Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincàrico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈkariko] 1 (ordine) η παραγγελία 2 (carica) η εντολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |