Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incaricàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkariˈkare]

αναθέτω

incaricarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkariˈkarsi]

1 επωμίζομαι
2 επιβαρύνομαι
3 επιφορτίζομαι
4 αναλαμβάνω φροντίδα ή έργο
5 φροντίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incardinazione incaricato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incarcerare (ρ. μτβ.)
incarcerazione (θηλ.ουσ)
incardinare (ρ. μτβ.)
incardinarsi (ρ.μ. (αντων.))
incardinazione (θηλ.ουσ)
incaricare (ρ. μτβ.)
incaricarsi (ρ.μ. (αντων.))
incaricato (ουσ αρσ )
incaricato (επίθ.)
incarico (ουσ αρσ )
incarnare (ρ. μτβ.)
incarnarsi (ρ.μ. (αντων.))
incarnato (ουσ αρσ )
incarnato (επίθ.)
incarnazione (θηλ.ουσ)
incarnire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incarnirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incarnito (επίθ.)
incarognire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incarognirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---