Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincapricciàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inkapritˈʧarsi] 1 ερωτεύομαι 2 μου αρέσει 3 είμαι ξετρελαμένος από έρωτα 4 έχω λόξα για permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |